- περιστεγανός
- -όν, Α1. καλυμμένος ολόγυρα, καλά στεγασμένος2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστεγανόνπερισσῶς στεγανόν».[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στεγανός «καλυμμένος με στέγη, καλά στεγασμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστεγανόν — περιστεγανός covered all round masc/fem acc sg περιστεγανός covered all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)